ανασβολιά

ανασβολιά
η см. αναποδιά 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανασβολιά" в других словарях:

  • ανασβολιά — η πρόσκομμα, εμπόδιο, αναποδιά, κακοτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ασβολιά «δυστυχία, συμφορά, κακομοιριά» < αρχ. ασβόλη «αιθάλη, καπνιά»] …   Dictionary of Greek

  • ανασβολιάζω — [ανασβολιά] πάω άσχημα, αναποδιάζω, έχω γρουσουζιά «η δουλειά ανασβολιάζει» …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»