ανασβολιά
Смотреть что такое "ανασβολιά" в других словарях:
ανασβολιά — η πρόσκομμα, εμπόδιο, αναποδιά, κακοτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ασβολιά «δυστυχία, συμφορά, κακομοιριά» < αρχ. ασβόλη «αιθάλη, καπνιά»] … Dictionary of Greek
ανασβολιάζω — [ανασβολιά] πάω άσχημα, αναποδιάζω, έχω γρουσουζιά «η δουλειά ανασβολιάζει» … Dictionary of Greek